Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποδεκτός
1 εγγραφή
αποδεκτός -ή -ό [apoδektós] Ε1 : που τον δέχονται ή τον αποδέχονται, που γίνεται ευνοϊκά δεκτός: Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους, δεν τους εντάσσουν εύκολα στο κοινωνικό σύνολο. H πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή. H αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. || Είναι / δεν είναι αποδεκτό ότι…: Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι θεωρίες του είχαν μεγάλη απήχηση στη σύγχρονη σκέψη.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδεκτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες