Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδέκτης ο [apoδéktis] Ο10 θηλ. αποδέκτρια [apoδéktria] Ο27 : 1.αυτός που πρέπει να παραλάβει κτ. που του έχει αποσταλεί, κτ. που προορίζεται γι΄ αυτόν· παραλήπτης: ~ εγγράφου / επιστολής. || (μτφ.): H κυβέρνηση είναι ο ~ του μηνύματος των εκλογών. 2. ~ συναλλαγματικής, που αναλαμβάνει την εξόφληση συναλλαγματικής, που αποδέχεται με την υπογραφή του μια συναλλαγματική που έχει εκδοθεί σε βάρος του.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδέκτης· 2: σημδ. γαλλ. acceptant ή αγγλ. acceptor· λόγ. αποδέκ(της) -τρια]