Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφίβιος -α -ο [amfívios] Ε6 : για ζώα ή για φυτά που ζουν και στην ξηρά και στο νερό: Οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια. || για οχήματα που μπορούν να κινηθούν και στην ξηρά και στη θάλασσα. || (ως ουσ.) τα αμφίβια, τάξη της ομοταξίας των σπονδυλωτών: H σαλαμάνδρα ανήκει στα αμφίβια.
[λόγ. < αρχ. ἀμφίβιος]