Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύψωμα το [ípsoma] Ο49 : I.γενική ονομασία για χαμηλά συνήθ. εξάρματα του φλοιού της γης (γήλοφοι, λόφοι κτλ.): Ο στρατός κατέλαβε τα γύρω υψώματα. Tα υψώματα του Γκολάν. II. (εκκλ.) το αντίδωρο από το κέντρο του πρόσφορου, που έχει τη σφραγίδα με το Σταυρό.
[I: λόγ. < ελνστ. ὕψωμα· II: υψώ(νω) -μα]