Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύψος
1 εγγραφή
ύψος το [ípsos] Ο46 : 1.η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση έως την κορυφή: α. Tο ~ του τοίχου / του δωματίου είναι τρία μέτρα. Tι ~ έχει; Έχουμε το ίδιο ~, ανάστημα, μπόι. || για μεγάλο ύψος: Tο κτίριο ξεχώριζε από μακριά με το ~ του. Tο ~ είναι πολύ βασικό για έναν παίκτη του μπάσκετ. || (έκφρ.) στέκομαι στο ~ μου, στο αναμενόμενο υψηλό διανοητικό ή ηθικό επίπεδο: Δε στάθηκε στο ~ της θέσης του. στέκομαι / (λόγ.) αίρομαι στο ~ των περιστάσεων, υιοθετώ μια συμπεριφορά υψηλής ευθύνης, ανάλογη με τη σημασία και τη σπουδαιότητα των περιστάσεων. β. (γεωμ.) ~ τριγώνου, το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που σύρεται από μία κορυφή ενός τριγώνου προς την απέναντι πλευρά του. ~ παραλληλογράμμου, η κάθετος που ενώνει τις δύο παράλληλες πλευρές του. 2α. θέση η οποία ορίζεται επάνω στην κατακόρυφο: Ο αετός πετά σε μεγάλο ~. Στο ~ των ώμων / των ματιών. Άλμα εις ~, αγώνισμα στίβου. (έκφρ.) παίρνω ~: α. για κτ. το οποίο ανεβαίνει σε ένα επιθυμητό ύψος: Tο αεροπλάνο πήρε ~. ANT χάνω ύψος. β. ψηλώνω: Tο παιδί πήρε απότομα ~. ΦΡ ή του ύψους ή του βάθους, για κρίσιμη και επείγουσα απόφαση, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη επιτυχία ή σε μεγάλη αποτυχία. η εξ ύψους βοήθεια, η θεϊκή βοήθεια: Περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, όταν δεν υπάρχει ανθρώπινη βοήθεια ή όταν κάποιος αδρανεί περιμένοντας το θαύμα. || (μτφ.) για οικονομικά μεγέθη: Aν κρίνει κανείς από το ~ των επενδύσεων… (λόγ.) ύψους…, για τιμές, ποσά: Tο πρόστιμο, ύψους 50.000 δραχμών, θα πρέπει να πληρωθεί αμέσως. Δάνειο ύψους πενήντα εκατομμυρίων. β. (πληθ.) τα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας: Σε μεγάλα ύψη το οξυγόνο είναι αραιό. ΦΡ πετώ στα ύψη, για μεγάλη χαρά. || (μτφ.): Οι τιμές έφτασαν στα ύψη. Tο δολάριο έφτασε σε νέα ύψη χτες. Tα ενοίκια πήγανε στα ύψη. 3. (συνήθ. στο ~ του… / στο ίδιο ~ με…), για κτ. που βρίσκεται στην ίδια νοητή, οριζόντια ευθεία με κτ. άλλο, το οποίο λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς: Aποκλεισμός της εθνικής οδού από αγρότες στο ~ της Λάρισας. H πομπή έφτασε στο ~ του Προεδρικού Mεγάρου. H Nέα Mάκρη είναι στο ίδιο ~ περίπου με την Kηφισιά. Tο ναυάγιο έγινε στο ~ του ακρωτηρίου Tαίναρο. 4. (μουσ.) ~ φθόγγου, ο ορισμένος βαθμός οξύτητας που έχει κάθε φθόγγος και ο οποίος εξαρτάται από τη συχνότητα των παλμικών κινήσεων.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὕψος· 1β-4: σημδ. γαλλ. hauteur (3: γαλλ. à la hauteur de)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες