Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύφαλος ο [ífalos] Ο19 : 1.βραχώδης προεξοχή του βυθού της θάλασσας η οποία μόλις σκεπάζεται από τα νερά· (πρβ. ξέρα, σκόπελος): Tο πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο και βυθίστηκε. 2. (μτφ.) δυσκολία, εμπόδιο που δεν μπορεί να γίνει εγκαίρως αντιληπτό, ώστε να αντιμετωπιστεί.
[λόγ. < ελνστ. αἱ ὕφαλοι (ενν. πέτραι) με μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. -ος, αρχ. ὕφαλος `υποθαλάσσιος΄]