Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύβρις η [ívris] Ο γεν. ύβρεως, πληθ. ύβρεις, γεν. ύβρεων : 1. (λόγ.) βρισιά: Aκατονόμαστες ύβρεις. 2. στην αρχαία γραμματεία, η υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου, αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια που πηγάζει από ένα υπερβολικό πάθος ή από τη συναίσθηση μιας υπερβολικής δύναμης· ύβρη.
[λόγ.: 2: αρχ. ὕβρις· 1: σημδ. του λαϊκού βρισιά]
- υβριστής ο [ivristís] Ο7 : 1. αυτός που βρίζει, που εκτοξεύει βρισιές εναντίον κάποιου: ~ του πρωθυπουργού. Δε θα απαντήσω στους υβριστές μου. 2. στην αρχαία γραμματεία, άνθρωπος περήφανος, αυθάδης και αλαζόνας, ο οποίος, νιώθοντας μεγάλη δύναμη μέσα του, ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
[λόγ.: 2: αρχ. ὑβριστής· 1: κατά τη σημ. της λ. ύβρις1]
- υβριστικός -ή -ό [ivristikós] Ε1 : 1. που περιέχει βρισιές: Yβριστικά λόγια / συνθήματα. Yβριστική επιστολή. Yβριστικό κείμενο. 2. που χαρακτηρίζεται από ύβρη: Yβριστική συμπεριφορά.
[λόγ.: 2: αρχ. ὑβριστικός `θρασύς, προσβλητικός΄· 1: κατά τη σημ. της λ. ύβρις1]