Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όχλος ο [óxlos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) 1. για σύνολο πολλών ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από ομαδική ψυχολογία και κυριαρχία των ενστίκτων: Ο ~ ωρυόταν ζητώντας την τιμωρία του. Ψυχολογία του όχλου. 2. για κοινωνικές τάξεις ή στρώματα που χαρακτηρίζονται από ταπεινή καταγωγή, μικρό εισόδημα ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο: Οι ευγενείς / πλούσιοι / μορφωμένοι και ο ~. Ούτε έχω ούτε είχα ποτέ σχέση με τον όχλο.
[λόγ. < αρχ. ὄχλος]