Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όταν [ótan] σύνδ. χρον. : I. εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. δηλώνει πραγματικό γεγονός που έγινε: α. συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· τη στιγμή που: ~ τον είδε, ξεφώνισε από χαρά, μόλις. ~ έφτασαν, ήταν πολύ αργά. ~ τον γνωρίσεις, θα αλλάξεις γνώμη. Έβρεχε, θυμάμαι, ~ τον πρωτογνώρισα. β. πριν από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· μόλις: ~ δημοσιευτεί η εργασία του, θα μας τη στείλει. ~ βραδιάσει, θα φύγουν. ~ βαρεθούμε, θα φύγουμε. || συχνά με κάποια έννοια πιθανότητας: ~ μεγαλώσει, θα γίνει γιατρός. γ. σε αφηγηματικό λόγο, διακόπτει την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· οπότε: Είχαμε καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα, ~ μας διέκοψε το κουδούνισμα της πόρτας, αλλά. 2. με ιστορικό χρόνο και αναφορά σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή· τότε που: ~ κηρύχτηκε ο πόλεμος ήταν δώδεκα χρόνων. ~ ήμουν δάσκαλος σ΄ εκείνο το ακριτικό χωριό
(προφ.) από ~, από τότε που: Έχω να τον δω από ~ ήμασταν στο πανεπιστήμιο. 3. για να προσδιορίσει το ενδεχόμενο να συμβεί μια απλή σκέψη του ομιλητή στο μέλλον ή στο παρελθόν: Πώς θα είναι άραγε ~ μεγαλώσεις; Aναρωτιόταν τι να τους πει ~ τον ανακαλύψουν. 4α. επανάληψη· κάθε φορά που, όσες φορές: Πάντα ~ φυσάει βαρδάρης, ο ουρανός είναι καθαρός. ~ βρέχει, δουλεύει στο σπίτι. ~ πληρώνεται, τον χάνουμε στα μαγαζιά. Συγκινείται πάντα, ~ ακούει αυτό το τραγούδι. || στο παρελθόν: ~ ένιωθε μόνη, του τηλεφωνούσε. β. για πράξη επαναλαμβανόμενη και με χρονική διάρκεια· ενόσω, όση ώρα, κάθε φορά που: ~ κοιμάται, δε θέλει να τον ενοχλούν. II. εκτός από τη χρονική έννοια δηλώνει συγχρόνως: 1. υπόθεση, σε χρονικοϋποθετική πρόταση· αν, εάν: ~ θέλεις, όλα γίνονται. Έτσι ~ βρέχει, θα ΄χουμε ένα υπόστεγο για να προφυλαχτούμε, στην περίπτωση που. Θα το έχεις, ~ το ζητήσεις ευγενικά. ~ και αν, όταν ο ομιλητής δεν καθορίζει με ακρίβεια το πότε θα γίνει κάτι: ~ και εάν το θυμηθείς, μου το στέλνεις. 2. έντονη αντίθεση· παρόλο που, τη στιγμή που: Πώς να καταλάβουν, ~ δεν παρακολουθούν; Παίρνει ταξί ακόμη κι ~ μπορεί να πάει με τα πόδια. 3. αιτία: Δεν απελπιζόταν, ~ δεν τα κατάφερνε με την πρώτη. 4. τρόπο: Επικοινωνώ με κάποιον, ~ τηλεφωνώ, ~ του στέλνω γράμμα, ~ τον συναντώ
τηλεφωνώντας, στέλνοντας, συναντώντας. 5. σε αναφορικές χρονικές ελλειπτικές προτάσεις: Nτύθηκε όπως ~ τον πρωτογνώρισε, έτσι όπως ήταν ντυμένος όταν
. || στο α' σκέλος παρομοίωσης: όπως / πώς ~
έτσι
: Όπως ~ ήμασταν φοιτητές, έτσι και τώρα βρισκόμαστε τα βράδια. III. με επιφωνηματική χρήση σε ελλειπτικό λόγο: ~ σκέφτομαι πόσα έχω κάνει γι΄ αυτούς!
[αρχ. ὅταν]