Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όστρακο
4 εγγραφές [1 - 4]
όστρακο το [óstrako] Ο40 : 1. το σκληρό οστεώδες περίβλημα διάφορων ζώων, ιδίως μαλακίων· καβούκι· (πρβ. κοχύλι, κέλυφος): Tο ~ του αστακού / του μυδιού / του σαλίγκαρου. Mαζεύει όστρακα και κοχύλια. Tο ~ της χελώνας, καύκαλο. 2. (αρχαιολ.) κάθε κομμάτι από πήλινο αντικείμενο, ιδίως αγγείο ή κεραμίδι, που είναι κατάλοιπο αρχαίου πολιτισμού: Εκατοντάδες από όστρακα ήταν τα μοναδικά ευρήματα της ανασκαφής.

[λόγ. < αρχ. ὄστρακον]

οστρακόδερμο το [ostrakóδermo] Ο42 (συνήθ. πληθ) : ονομασία ομάδας ζώων που ανήκουν στα μαλάκια.

[λόγ. < αρχ. ὀστρακόδερμον]

οστρακολογία η [ostrakolojía] Ο25 : 1. (ζωολ.) κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των οστράκων1. 2. (φιλολ.) κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση των κειμένων που σώζονται σε όστρακα2.

[λόγ. < γαλλ. ostracologie (στη σημ. 1) < αρχ. ὄστρακο(ν) + -logie = -λογία]

οστρακοφόρος -α / -ος -ο [ostrakofóros] Ε14 : για ζώα που περιβάλλονται από όστρακο1.

[λόγ. < νλατ. (πληθ.) ostracophori < αρχ. ὄστρακο(ν) + -phori, πληθ. του -phoros = -φόρος (διαφ. το αρχ. ὀστρακοφορία `ψηφοφορία με όστρακα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες