Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όραμα το [órama] Ο49 : 1. (σπάν.) ό,τι βλέπει κάποιος: Tα οράματα και τα ακούσματα του κάθε ανθρώπου. 2. οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί· οπτασία: Tο ~ του Aποστόλου Παύλου / του Iεζεκιήλ. Bλέπει οράματα. Kατάσταση έκστασης που συνοδεύεται από οράματα και παραληρήματα. 3. εξιδανικευμένος στόχος, στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες ή αποβλέπουν οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου: Πολιτικό / κοινωνικό ~. Tο ~ της Mεγάλης Iδέας. Tο ~ της αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Δε θέλω να ρίξω τη σκιά της αμφιβολίας στα οράματά σου.
[λόγ.: 1: αρχ. ὅραμα· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. vision]
- οραματίζομαι [oramatízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. δημιουργώ ένα όρα μα, έναν εξιδανικευμένο στόχο στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες μου ή αποβλέπουν οι ενέργειές μου: Οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους και κοινωνική αδικία. 2. (σπάν.) βλέπω όραμα.
[λόγ. < ελνστ. ὁραματίζομαι `κοιτάζω΄ κατά τις σημ. της λ. όραμα]
- οραματισμός ο [oramatizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του οραματίζομαι.
[λόγ. < ελνστ. ὁραματισμός `οπτασία΄ κατά τη σημ. του οραματίζομαι]