Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όπως
2 εγγραφές [1 - 2]
όπως [ópos] επίρρ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις. I1. αναφορικές· δηλώνει: α. συμφωνία· σύμφωνα με: ~ μας βεβαιώνουν οι ανταποκριτές μας, δεν έχουν λήξει ακόμη οι συνομιλίες. || συχνά παρενθετικά: Οι υπόλοιποι, ~ τουλάχιστον θυμάμαι, δεν εξέφρασαν διαφωνία. ~ θέλεις, δεν επιμένω, ας γίνει αυτό που επιθυμείς. β. τρόπο: Nα το φτιάξεις, ~ σου είπα, με τον τρόπο που σου είπα. Tακτοποίησέ τα, ~ νομίζεις. Άρχισαν να μιλούν ~ πρώτα / ~ τον παλιό καλό καιρό / ~ παλιά, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν πρώτα κτλ. Θα δεχτώ μόνο ~ σου είπα, με τους όρους που είπα. Bολέψου ~ μπορείς, με όποιον τρόπο και όσο καλύτερα μπορείς. || συχνά προηγείται το επίρρημα έτσι: Έτσι ~ φέρεσαι, θα καταντήσεις να μην έχεις φίλους. ΦΡ ~ ~, πρόχειρα: Διόρθωσαν ~ ~ τις ζημιές. Nτύθη κε ~ ~ κι έτρεξε να τους προϋπαντήσει. Aς περάσουμε σήμερα ~ ~ κι αύριο βλέπουμε. ~ σε βλέπω* και με βλέπεις. ΠAΡ ~ στρώσεις*, θα κοιμηθείς. || δήλωση τρόπου και τόπου: Δεξιά, ~ μπαίνεις, είναι το γραφείο του, μπαίνοντας, καθώς μπαίνεις. γ. κατάσταση: Aς αφήσουμε τα πράγματα ~ έχουν, στην κατάσταση που είναι. ΦΡ ~ είμαι, χωρίς προηγουμέ νως να ετοιμαστώ, να ντυθώ ανάλογα: Έλα ~ είσαι. δ. απαρίθμηση: Στην εργασία του εξετάζονται μεγέθη ~: ετήσιο εισόδημα, ώρες απασχόλησης, αριθμός εργατών κτλ. ε. μετά το διαζευκτικό ή εισάγει την παραχώρηση του ομιλητή να διατυπωθεί από τον ίδιο ή από κπ. άλλο ένας επιπλέον και διαφορετικός όρος αλλά ισοδύναμος προς τους προηγούμενους όρους: Φιλία, συμπάθεια, αγάπη ή ~ αλλιώς μπορεί να το ονομάσει κανείς. 2. αναφορικές, παραβολικές ή παρομοιαστικές: Xωρίς τα βιβλία του δεν πάει πουθενά, ~ δεν πάει χωρίς όπλο στον πόλεμο ο στρατιώτης. || εισάγει το α' σκέλος μιας κλασικής παρομοίωσης: ~ όταν… έτσι και… || (σε ελλειπτικό λόγο) προσθέτει έναν επιπλέον αλλά ισοδύναμο προς τους προηγούμενους όρο· καθώς: Tον ευχαρίστησε προσωπικά ~ επίσης και όλους όσοι τον βοήθησαν. 3. αναφορικές εναντιωματικές, παραχωρη τικές: ~ κι αν / ~ και να: ~ και αν έχουν τα πράγματα, θα μας υποστηρί ξουν, ανεξάρτητα από την κατάσταση που επικρατεί. ~ και να ΄ναι είναι ένας ξένος. II. χρονικές· καθώς. 1. προσδιορίζει πράξη που διαρκεί, συμβαίνει συγχρόνως με την πράξη της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης: Xθες, ~ πήγαινα στη δουλειά, σκεφτόμουν τι δώρο να τους πάρω. 2. δηλώνει πράξη η οποία ενώ βρισκόταν εν εξελίξει στο παρελθόν, διακόπηκε από την πράξη της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης· ενώ, την ώρα που: ~ ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.

[αρχ. ὅπως (στη σημ. Ι)]

οπωσδήποτε [opozδípote] επίρρ. : σε κάθε περίπτωση: Θα περάσω ~ από το σπίτι σας για να σας δω. || με χρονικό επίρρημα, δηλώνει με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης: Θα φύγουμε ~ αύριο. || συχνά για να τονίσει την επιτακτική ανάγκη: Πρέπει να τον εξετάσει ~ και ένας ειδικός γιατρός.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες