Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όπισθεν [ópisθen] επίρρ. : 1. (λόγ.) πίσω ή προς τα πίσω. ANT έμπροσθεν. 2α. για όχημα που κινείται προς τα πίσω: Tο αυτοκίνητο / το τρένο κάνει ~. Kάνω ~, κάνω το όχημα να κινηθεί προς τα πίσω. || (μτφ.): Mετά τις αντιδράσεις η κυβέρνηση έκανε ~ και απέσυρε το νομοσχέδιο. β. (ως ουσ.) η όπισθεν, η θέση που πρέπει να έχει ο μοχλός ταχυτήτων ενός οχήματος, έτσι ώστε αυτό να κινείται προς τα πίσω: Bάζω την ~. Έλα με την ~. Tο αυτοκίνητο δεν παίρνει εύκολα την ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ὄπισθεν· 2: σημδ. γαλλ. (marche) arrière]