Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όπερ [óper] αντων. αναφ. : (απαρχ.) μόνο στις εκφράσεις ~ έδει δείξαι, για να δηλώσουμε ότι αυτό που έπρεπε να αποδειχτεί, αποδείχτηκε. ~ και εγένετο, πράγμα που τελικά συνέβη: Όλοι ανέμεναν την επανεκλογή του, ~ και εγένετο.
[λόγ. < αρχ. ὅπερ, ουδ. της αντων. ὅσπερ]
- όπερα η [ópera] Ο27α : 1. δραματικό θεατρικό έργο που συνοδεύεται από μουσική και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση βίαιων ή παθητικών επεισοδίων και από πολύπλοκες ή απρόβλεπτες εξελίξεις, έτσι ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση· μελόδραμα: Kαλλιτέχνης της όπερας. 2α. κτίριο ειδικό για παραστάσεις όπερας: H ~ του Παρισιού. β. θίασος που παίζει όπερα.
[ιταλ. opera]
- οπερατέρ ο [operatér] Ο (άκλ.) : επαγγελματίας που χειρίζεται τη μηχανή λήψεως· καμεραμάν, εικονολήπτης.
[λόγ. < γαλλ. opérateur]
- οπερέτα η [operéta] Ο25α : 1. ελαφρό θεατρικό είδος, συνήθ. σατιρικού χαρακτήρα, στο οποίο οι διάλογοι διακόπτονται από μουσικά κομμάτια: Παράσταση / θίασος οπερέτας. 2. (μειωτ.) για ενέργειες, θεσμούς κτλ. που χαρακτηρίζονται από έλλειψη σοβαρότητας ή τάση για επίδειξη: Εκλογές / κυβέρνηση / κράτος / πραξικόπημα ~.
[ιταλ. operetta]