Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όαση η [óasi] Ο33 : 1. γόνιμη έκταση μέσα στην έρημο: Οι οάσεις της Σαχάρας / της Λιβυκής ερήμου. Περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού της Σαχάρας είναι μόνιμοι κάτοικοι που ζουν σε οάσεις. 2. (μτφ.) για ό,τι είναι ευχάριστο, ανακουφιστικό ή γενικά καλό στα πλαίσια μιας δυσάρεστης ή γενικά κακής κατάστασης· (πρβ. καταφύγιο): Tα φοιτητι κά του χρόνια, μοναδική ~ ευτυχίας στη δυστυχισμένη του ζωή.
[λόγ. < αρχ. ἌΟα(σις) `όνομα πόλεων στην έρημο της Λιβύης΄ -ση (αιγυπτ. προέλ.) σημδ. γαλλ. oase < υστλατ. Οasis `εύφορη περιοχή στη λιβυκή έρημο΄ < αρχ. ἌΟασις]