Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωχριώ [oxrió] Ρ10.4α : 1. γίνομαι ωχρός, χλωμός, χλωμιάζω, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος ντροπής ή φόβου: ~ από φόβο / από ντροπή. Πώς μπορεί να λέει τέτοια ψέματα και να μην ωχριά από ντροπή; 2. (μτφ.) αισθάνομαι ή είμαι πολύ υποδεέστερος, κατώτερος από άλλον (συνήθ. όσον αφορά μια κακή ιδιότητα): Kαι τα θηρία ακόμα θα ωχριούσαν μπροστά στη θηριωδία του.
[λόγ. < αρχ. ὠχριῶ]