Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωφελώ [ofeló] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. έχω μια καλή επίδραση ή προκαλώ ένα καλό αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ· κάνω καλό. ANT βλάπτω: Πάμε στο βουνό· ο καθαρός αέρας σίγουρα θα σε ωφελήσει. Tα πολλά φάρμακα δεν ωφελούν την υγεία μας. Tα λάθη μας ωφέλησαν τους ανταγωνιστές μας. β. (παθ.) δέχομαι μια καλή επίδραση ή ένα καλό αποτέλεσμα: Δεν ωφελήθηκα και πολύ από τις συμβουλές τους. || (προφ.) ωφελούμαι από οικονομική άποψη, έχω οικονομικό όφελος· κερδίζω. ANT ζημιώνω: Nα κερδίσεις, δε λέω όχι, αλλά να ωφεληθώ κάτι κι εγώ. 2. έχω χρησιμότητα, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος: Σε τίποτα δεν ωφελούν τα λόγια που δε συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις. Άσε τα παρακάλια· δεν ωφελούν. || (σε γ' εν. πρόσ.): Δεν ωφελεί να επιμένεις άλλο.
[λόγ. < αρχ. ὠφελῶ]