Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχολόγος ο [psixolóγos] Ο18 θηλ. ψυχολόγος [psixolóγos] Ο35 : 1.επιστήμονας ειδικός στην ψυχολογία: Kλινικός ~. 2. (προφ.) για όποιον έχει μια εξαιρετική ικανότητα να διεισδύει στην ψυχή του άλλου και να διερευνά, να αντιλαμβάνεται το χαρακτήρα του, τις κρυφές σκέψεις, τις προθέσεις ή τα συναισθήματά του.
[λόγ. < γαλλ. psychologue < psycho(logie) = ψυχο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]