Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψηφοφόρος ο [psifofóros] Ο18 θηλ. ψηφοφόρος [psifofóros] Ο35 : αυτός που έχει το δικαίωμα συμμετοχής ή που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία (σε πολιτικές εκλογές ή δημοψήφισμα)· (πρβ. εκλογέας): Επτά εκατομμύ ρια Έλληνες ψηφοφόροι προσέρχονται αύριο στις κάλπες για την εκλογή νέας κυβέρνησης. H σφυγμομέτρηση έγινε σε δείγμα χιλίων ψηφοφόρων. || αυτός που υποστηρίζει ορισμένο υποψήφιο ή παράταξη· (πρβ. οπαδός): Οι ψηφοφόροι της δεξιάς / της αριστεράς.
[λόγ. < ελνστ. ψηφοφόρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]