Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωσιά
1 εγγραφή
χωσιά η [xosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ενέδρα.

[μσν. χωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χωσ- (χώνω) -ία > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες