Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυλός
1 εγγραφή
χυλός ο [xilós] Ο17 : 1α.αλεύρι ή άλλη αμυλώδης ουσία που τη βράζουν με νερό ώστε να γίνει μια παχύρρευστη μάζα. || Tα φασόλια έγιναν ~, χύλωσαν. β. τροφές που έβρασαν περισσότερο από το κανονικό και έγιναν σαν χυλός: ~ έγινε το πιλάφι. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο χυλό / στο κουρκούτι / στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι*. 2. (φυσιολ.) το περιεχόμενο του λεπτού εντέρου, που αποτελείται από τα τελικά προϊόντα της πέψης των τροφών.

[αρχ. χυλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες