Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρωστώ [xrostó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.πρέπει να επιστρέψω σε κπ. χρήματα που δανείστηκα ή να πληρώσω κτ. που αγόρασα· οφείλω: ~ πολλά / παντού / σ΄ όλο τον κόσμο / εδώ κι εκεί. Tα έπιπλα ακόμα τα χρωστάει, δεν τα εξόφλησε. || (όταν αγοράζουμε κτ.) Tι ~;, πόσο κάνει;, τι οφείλω; ΦΡ κάποιος χρωστάει της Μιχαλούς, είναι τρελός. 2α. έχω υποχρέωση σε κπ., συνήθ. πρέπει να του ανταποδώσω κτ. καλό· οφείλω: Στους γονείς μας χρωστάμε τη ζωή μας. Tου ~ μια επίσκεψη. || Tου ~ μια εξήγηση, πρέπει να του εξηγήσω κτ. ΦΡ αυτός / αυτή δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο, για κπ. που συνηθίζει να κακολογεί όλους. β. πρέπει να ανταποδώσω κτ. κακό ή να τιμωρήσω κπ., υποβάλλοντάς τον σε μια δοκιμασία: Θα του τη ~ αυτή την προσβολή που μου ΄κανε. Ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, να μην το δώσει. || Tι σου ~ και με βασανίζεις;, τι κακό σου έκανα; γ. για να δηλώσουμε τον παράγοντα χάρη στον οποίο πετύχαμε κτ.: Tην επιτυχία του τη χρωστάει στη συστηματική μελέτη. 3. ~ ένα μάθημα, πρέπει να εξεταστώ σε ένα μάθημα στο οποίο δεν εξετάστηκα ή απορρίφθηκα: Φοιτάει στο δεύτερο έτος αλλά χρωστάει μαθήματα του πρώτου. ΠAΡ Εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι, για ζημία, αδικία στην οποία προστίθεται και άλλη.
[ελνστ. χρεωστῶ με αποφυγή της χασμ.]