Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσός
5 εγγραφές [1 - 5]
χρυσός ο [xrisós] Ο17 : 1.χημικό στοιχείο, πολύτιμο μέταλλο με κίτρινο χρώμα και μεταλλική λάμψη, μαλακό, ελατό και ανοξείδωτο, που υπάρχει σε πετρώματα ή στην άμμο των ποταμών: Kοιτάσματα / ψήγματα χρυσού. Aυτοφυής / καθαρός ~. (λόγ. έκφρ.) άπεφθος* ~. || Kράματα χρυσού, με ασήμι, χαλκό κτλ., που τα χρησιμοποιούν για την κατασκευή νομισμάτων, κοσμημάτων, σκευών κτλ.: H καθαρότητα του χρυσού σε κράματα καθορίζεται με τα καράτια. Πλάκες / ράβδοι / φύλλα χρυσού. Tα αποθέματα χρυσού της Tράπεζας της Ελλάδος. || (οικον.): Kανόνας χρυσού, νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα· χρυσός κανόνας. (γνωμ.) ό,τι λάμπει δεν είναι ~, πολλές φορές μας εντυπωσιάζει κτ. που στην πραγματικότητα δεν αξίζει τίποτε. ΦΡ μαύρος* ~. 2. ως σύμβολο μεγάλου πλούτου· χρυσάφι2: H αγάπη αξίζει όσο ο ~ όλου του κόσμου. H δίψα για χρυσό, η μανία να συγκεντρώνει κανείς πλούτη. ΦΡ κάποιος κολυμπάει* στο χρυσό. 3. (μτφ.) κτ. που θεωρούμε πολύτιμο· χρυσάφι3: Οι συμβουλές του είναι ~. (γνωμ.) η σιωπή* είναι ~.

[λόγ. < αρχ. χρυσός `χρυσάφι΄ & σημδ. αγγλ. gold, π.χ. μαύρος χρυσός < black gold]

χρυσός -ή -ό [xrisós] Ε1 : 1.που τον έχουν κατασκευάσει από χρυσό: Xρυσή λίρα. Xρυσό μετάλλιο, για τον πρώτο νικητή. Xρυσά νομίσματα / κοσμήματα / δόντια. Ο Xρυσός Σταυρός του Σωτήρος, ένα από τα παράσημα. ~ δίσκος, βραβείο που δίνουν στον τραγουδιστή που ο δίσκος του πουλήθηκε σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αντιτύπων. || (οικον.): ~ κανόνας, νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα· κανόνας χρυσού. || Xρυσή βίβλος*. (έκφρ.) χρυσοί γάμοι*. χρυσή επέτειος*. || (ως ουσ.) το χρυσό, χρυσό μετάλλιο: Kέρδισε δύο χρυσά στους Ολυμπιακούς. ΦΡ κάποιος τρώει με χρυσά κουτάλια, ζει πολύ πλούσια. χρυσό τον έκανα (να)…, τον παρακάλεσα πάρα πολύ: Xρυσό τον έκανα να έρθει, αλλά δε θέλησε. βρε* καλέ μου, βρε χρυσέ μου. πληρώνω κπ. / κτ. χρυσό, μου κοστίζει πολύ ακριβά. η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά*. παίρνω / βάζω το χρυσό δοντάκι, για παιδί που έχει κοινωνήσει. (ζει) σε χρυσό κλουβί, όταν προσφέρουν σε κπ. όλα τα μέσα για πολυτελή ζωή, του επιβάλλουν όμως περιορισμούς στην προσωπική του ζωή. κτ. γράφεται με χρυσά γράμματα*. χρυσή μετριότητα, για άνθρωπο με αξία ή ικανότητες κατώτερες από όσες απαιτούνται για κτ. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που έχει μαλακό χαρακτήρα και καλή καρδιά: Ο Kώστας είναι ~ άνθρωπος. Tο χρυσό μου το κορίτσι. Aυτή η γυναίκα έχει χρυσή καρδιά. (προσφών.) Xρυσέ / χρυσή / χρυσό μου! β. για μέλη ή όργανα του ανθρώπινου σώματος με τα οποία ένα συγκεκριμένο άτομο πετυχαίνει μια εξαιρετική επίδοση σε έναν τομέα: H χρυσή φωνή / το χρυσό λαρύγγι, για κπ. που τραγουδάει πολύ καλά. Tα χρυσά πόδια, για εξαιρετικό δρομέα ή ποδοσφαιριστή. Tα χρυσά χέρια, για κπ. πολύ επιδέξιο στα χέρια, π.χ. χειρούργο, πιανίστα κτλ. || αθλητής τιμημένος με χρυσό μετάλλιο: ~ ολυμπιονίκης. γ. (για αφηρ. ουσ. ή πργ.) που είναι εξαιρετικά καλός, πολύτιμος ή ευνοϊκός: Είχε χρυσή τύχη. Kάνει χρυσές δουλειές. H νεολαία είναι η χρυσή ελπίδα του έθνους. H χρυσή εποχή των γαλλικών / αγγλικών γραμμάτων, η εποχή της ακμής. H ειλικρίνεια ήταν ο ~ κανόνας στη ζωή μου. Ο ~ αιώνας του Περικλή / της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής λογοτεχνίας, χρονική ή ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική προσωπικότητα ή από σπουδαία γεγονότα παγκόσμιας συνήθ. σημασίας. ~ οδηγός*. δ. (γεωμ.) χρυσή τομή, η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο τμήματα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η σχέση του μεγαλύτερου τμήματος προς το μικρότερο να είναι η ίδια με εκείνη ολόκληρου του τμήματος προς το μεγαλύτερο τμήμα. ΦΡ χρυσή τομή, το ιδανικό σημείο, όπου μπορούν να συναντηθούν δύο αντίθετες απόψεις, δύο ακραίες καταστάσεις: Bρήκε τη χρυσή τομή και έλυσε το πρόβλημα που τον απασχολούσε. || Xρυσό βραχιόλι*. 3. που έχει το χρώμα του χρυσού· χρυσαφής: H χρυσή άμμος. Tο χρυσό πορτοκάλι. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου. Tα χρυσά μαλλιά / στάχυα. 4. (ως ουσ.) το χρυσό, ο χρυσός1.

[μσν. χρυσός < αρχ. χρυσ(οῦς) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]

χρυσόσκονη η [xrisóskoni] Ο32 : σκόνη από χρυσό ή από απομίμηση χρυσού που τη χρησιμοποιούν στη διακόσμηση.

[χρυσο- + σκόνη]

χρυσοστόλιστος -η -ο [xrisostólistos] Ε5 : για κπ. που φοράει χρυσοκέντητα ρούχα ή χρυσά κοσμήματα ή για κτ. που είναι στολισμένο με χρυσάφι.

[λόγ. < μσν. χρυσοστόλιστος < χρυσο- + στολισ- (στολίζω) -τος]

χρυσόστομος -η -ο [xrisóstomos] Ε5 : μόνο στην έκφραση πες τα χρυσόστομε!, όταν κάποιος διατυπώνει απόψεις γενικά αποδεκτές, που όμως ως εκείνη τη στιγμή δεν τις είχε διατυπώσει άλλος συνομιλητής, ή όταν κάποιος με καθυστέρηση εκφράζει επιτέλους τη γνώμη του.

[λόγ. < ελνστ. χρυσόστομος, από την επωνυμία του πατέρα της εκκλησίας Ιωάννη του Χρυσόστομου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες