Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρυσοφόρος -α -ο [xrisofóros] Ε4 : 1.που περιέχει χρυσό: Xρυσοφόρο κοίτασμα. Xρυσοφόρες φλέβες. 2. (μτφ.) που είναι εξαιρετικά κερδοφόρος: Xρυσοφόρες επιχειρήσεις. Xρυσοφόρα επαγγέλματα.
[λόγ. < αρχ. χρυσοφόρος]