Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρηματιστήριο το [xrimatistírio] Ο40 : 1.ίδρυμα όπου γίνονται: α. αγοραπωλησίες κινητών αξιών, π.χ. συναλλάγματος, ομολογιών κτλ· χρηματιστήριο αξιών: Mετοχές εταιρείας που έχουν εισαχθεί / μπει στο ~. β. διαπραγματεύσεις για την αγορά ή την πώληση πρώτων υλών ή τυποποιημένων ειδών τροφίμων, π.χ. βαμβακιού, καφέ κτλ.· χρηματιστήριο εμπορευμάτων. 2. οι αγοραπωλησίες και οι διαπραγματεύσεις που γίνονται στο χρηματιστήριο: Zωηρή κίνηση / ένταση / νευρικότητα / πυρετός / χαλαρότητα στο ~. || οι τιμές που διαμορφώνονται στο χρηματιστήριο: Tο ~ βρίσκεται σε άνοδο / σε πτώση / σε στασιμότητα. 3. το κτίριο όπου στεγάζεται το χρηματιστήριο.
[λόγ. < ελνστ. χρηματιστήριον `χώρος διεκπεραίωσης υποθέσεων΄]