Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρίω [xrío] -ομαι & χρίζω [xrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ αόρ. έχρισα, απαρέμφ. χρίσει, παθ. αόρ. χρίστηκα, απαρέμφ. χριστεί, μππ. χρισμένος : 1.(εκκλ.) αλείφω το νεοφώτιστο με άγιο μύρο ή στο ευχέλαιο τον πιστό με λάδι. 2α. (παρωχ.) ανακηρύσσω κπ. αυτοκράτορα, ιππότη κτλ. σε επίσημη τελετή. β. (συνήθ. για κομματικά αξιώματα) δίνω επίσημα κπ. τίτλο: Tον έχρισαν υποψήφιο του δημοκρατικού κόμματος. || (επέκτ., ειρ.) απονέμω σε κπ. έναν τίτλο ή του αποδίδω μια ιδιότητα που δεν την αξίζει: Tον έχρισαν γενικό διευθυντή / κριτικό κτλ.
[λόγ. < ελνστ. χρίω, αρχ. σημ.: `αλείφω με μυρωδικό΄· μσν. χρίζω < αρχ. χρ(ίω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. χρισ-]