Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρήσιμος -η -ο [xrísimos] Ε5 : ANT άχρηστος. 1. για κτ. που η χρησιμοποίησή του εξυπηρετεί ένα σκοπό, ικανοποιεί μια ανάγκη: Tου έκανα ένα χρήσιμο δώρο. Tο σχολείο δίνει χρήσιμες γνώσεις. Οι συμβουλές του αποδείχτηκαν χρήσιμες. || Θα ήταν χρήσιμο αν ρωτούσες να μάθεις, θα έπρεπε να
2. για κπ. που η δραστηριότητά του ωφελεί, βοηθάει κπ. άλλον: Έγινε ένα χρήσιμο μέλος της κοινωνίας. Σε τι μπορώ να σου φανώ ~;
χρήσιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. χρήσιμος]