Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χόρτο το [xórto] Ο39 : 1α.αυτοφυές, ετήσιο φυτό που αποτελείται από ένα λεπτό πράσινο μίσχο με μικρά φύλλα· χορτάρι1α: Ο κήπος γέμισε χόρτα. β. διάφορα είδη καλλιεργημένων φυτών που χρησιμοποιούνται συνήθ. ξερά, ως ζωοτροφή ή για διάφορες κατασκευές. || (προφ.) το χασίς. ΦΡ τρώω ~, είμαι βλάκας, εξαπατώμαι εύκολα. 2. (πληθ.) α. τόπος καλυμμένος με χόρτα: Kαθίσαμε στα χόρτα. β. διάφορα είδη αυτοφυών ή καλλιεργημένων πράσινων φυτών, που τρώγονται βραστά ως σαλάτα, όπως π.χ. τα ραδίκια: Άγρια / ήμερα χόρτα. Xόρτα του βουνού. 3. (μτφ.) τροφή πολύ άνοστη· χορτάρι2: Aυτές οι ντομάτες είναι (σαν) ~.
[μσν. χόρτον το < αρχ. χόρτος ὁ `τροφή για τα ζωντανά΄ μεταπλ. σε ουδ. αναλ. προς τα λάχανον, φυτόν]
- χορτο- [xorto] & χορτό- [xortó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται: α. στο χλωρό χόρτο: ~αγρός. || ~τάπητας, χλοοτάπητας. β. στο ξερό χόρτο: ~καλύβα, χορτόπλινθος· ~θεριστικός. || στο χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή: ~νομή. 2. στα διάφορα χορταρικά, λαχανικά: α. για πρόσωπο που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές τροφές, με χόρτα και λαχανικά: ~φάγος· ~φαγία. β. για φαγητό κτλ. που έχει ως κύριο συστατικό του τα λαχανικά: χορτόπιτα, χορτόσουπα.
[θ. του ουσ. χόρτ(ο) -ο- & λόγ. < ελνστ. χορτο- θ. του αρχ. ουσ. χόρτο(ς) ὁ ως α' συνθ.: ελνστ. χορτο-λόγος `που μαζεύει χόρτα΄, μσν. χορτο-κόπος]
- χορτολιβαδικός -ή -ό [xortolivaδikós] Ε1 : που αναφέρεται σε λιβάδια με αυτοφυές ή καλλιεργημένο χόρτο: Xορτολιβαδικές εκτάσεις.
[λόγ. χορτο- + λιβαδικός]
- χορτονομή η [xortonomí] Ο29 : (λόγ.) σανός.
[λόγ. < ελνστ. χορτονομή]
- χορτόπιτα η [xortópita] Ο27α : πίτα που τη φτιάχνουν με διάφορα χόρτα· λαχανόπιτα.
[χορτο- + -πιτα]
- χορτόσουπα η [xortósupa] Ο27α : σούπα με ψιλοκομμένα ή πολτοποιημένα λαχανικά.
[χορτο- + σούπα]
- χορτοτάπητας ο [xortotápitas] Ο5 : έκταση καλυμμένη με γκαζόν· χλοοτάπητας: Ο ~ του αγωνιστικού χώρου του γηπέδου.
[λόγ. χορτο- + τάπης > τάπητας]
- χορτοφαγία η [xortofajía] Ο25 : ο τρόπος διατροφής του χορτοφάγου.
[λόγ. χορτοφάγ(ος) -ία]
- χορτοφάγος -α / -ος -ο [xortofáγos] Ε14 : που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές τροφές: Xορτοφάγα ζώα. || (για άνθρ.) που συνηθίζει να τρώει χόρτα και λαχανικά. || (συνήθ. ως ουσ.): Εστιατόριο ειδικό για χορτοφάγους.
[λόγ. < μσν. χορτοφάγος `ζώο που τρώει χορτάρι΄ < χορτο- + -φάγος σημδ. αγγλ. vegetarian· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]