Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χορογραφία η [xoroγrafía] Ο25 : η τέχνη της σύνθεσης χορών και μπαλέτων, της ρύθμισης των κινήσεων και των βημάτων ενός χορού.
[λόγ. < γαλλ. chorégraphie < αρχ. χορε(ία) + -graphie = -γραφία (-ο- κατά τα άλλα σύνθ.)]