Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χορηγία η [xorijía] Ο25 : 1.η δαπάνη που κατέβαλλε ο χορηγός για την παράσταση δραματικού έργου, στην αρχαία Aθήνα. 2. καταβολή δαπάνης από κπ. συνήθ. δημόσιο φορέα, καθώς και το ποσό που καταβάλλεται. || το χρηματικό ποσό που παίρνει ο ανώτατος άρχοντας για την άσκηση των καθηκόντων του: Bασιλική ~. || (ειδικότ.) η χρηματοδότηση που αναλαμβάνει ο χορηγός1β.
[λόγ. < αρχ. χορηγία]