Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χολόλιθος
1 εγγραφή
χολόλιθος ο [xolóliθos] Ο19 : (ιατρ.) πέτρα που σχηματίζεται στη χοληδό χο κύστη.

[λόγ. χολο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. calcul biliaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες