Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χοίρος ο [xíros] Ο18 : (λόγ.) γουρούνι: Εκτροφή χοίρων και αιγοπροβάτων. Δέρμα χοίρου, χοιρόδερμα.
χοιρίδιο το YΠΟKΟΡ 1. γουρουνόπουλο: ~ γάλακτος. 2. Iνδικό* ~. [λόγ. < αρχ. χοῖρος, χοιρίδιον]
- χοιροστάσιο το [xirostásio] Ο40 : 1.στάβλος για γουρούνια. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός χώρου πολύ βρόμικου.
[λόγ. χοίρ(ος) -ο- + -στάσιον]