Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χιονόπτωση η [xonóptosi & xionóptosi] Ο33 : το χιόνισμα: H μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει χιονοπτώσεις στη βόρεια Ελλάδα.
[λόγ. χιονο- + πτώ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Schneefall]