Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χερσόνησος
1 εγγραφή
χερσόνησος η [xersónisos] Ο36 : τμήμα ξηράς που το βρέχει η θάλασσα από τρεις πλευρές και που συνδέεται με τον υπόλοιπο ηπειρωτικό χώρο από μία μόνο πλευρά: Bαλκανική / ιταλική / ιβηρική / σκανδιναβική / ελληνική ~. H ~ του Aγίου Όρους. Ο λαιμός της χερσονήσου.

[λόγ. < αρχ. χερσόνησος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες