Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροτονώ [xirotonó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 στη σημ. 2 : 1.τελώ χειροτονία: Ο μητροπολίτης τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη. Xειροτονήθηκε διάκος. 2. (μτφ., οικ.) δέρνω, δίνω ξύλο: Mην κάνεις αταξίες, γιατί θα σε χειροτονήσω. Xειροτονήθηκε άγρια από τον πατέρα του.
[λόγ. < ελνστ. χειροτονῶ, αρχ. σημ.: `ψηφίζω΄]