Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειραγωγώ [xiraγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(λόγ.) οδηγώ κπ. κρατώντας τον από το χέρι: H Aντιγόνη χειραγωγούσε τον τυφλό Οιδίποδα. 2. (μτφ.) α. με συμβουλές και συνεχή συμπαράσταση βοηθώ κπ. να ακολουθήσει μια σωστή πορεία στη ζωή· καθοδηγώ: Οι δάσκαλοι χειραγωγούν τη νεολαία. Οι λαϊκές μάζες χειραγωγούνται από την πνευματική ηγεσία. β. (μειωτ.) ασκώ σε κπ. τέτοια επίδραση, με αποτέλεσμα να του αφαιρώ κάθε πρωτοβουλία και κάθε ανεξαρτησία στη σκέψη.
[λόγ. < ελνστ. χειραγωγῶ]