Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειμαδιό το [ximaδjó] Ο38 : (οικ.) τόπος κατάλληλος, κυρίως στα πεδινά, για να ξεχειμάζουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους: Tο χειμώνα οι τσοπάνηδες κατεβαίνουν στα χειμαδιά.
[μσν. χειμαδείον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χειμάδ(ιον) -είον]