Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαράδρα η [xaráδra] Ο25 : βαθύ και στενό άνοιγμα που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο βουνά: Στο βάθος της χαράδρας έτρεχε ορμητικά ένα ποτάμι.
[λόγ. < αρχ. χαράδρα]