Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλβάς
1 εγγραφή
χαλβάς ο [xalvás] Ο1 : 1α.φαγώσιμο, βιομηχανικό προϊόν που το παρασκευάζουν με ταχίνι και ζάχαρη: ~ με κακάο / με φιστίκι. β. είδος σπιτικού γλυκίσματος που γίνεται με σιμιγδάλι ή νισεστέ και με βούτυρο ή λάδι: Σιμιγδαλένιος ~. ~ Φαρσάλων, με νισεστέ. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος άβουλος, νωθρός· λαπάς, νερόβραστος.

[τουρκ. (διαλεκτ.) halva (< helva από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες