Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαλίφης ο [xalífis] Ο10 : τίτλος των πολιτικών και θρησκευτικών αρχηγών του Iσλάμ, των διαδόχων του Mωάμεθ: Ο ~ της Δαμασκού / της Bαγδάτης.
[λόγ. < ιταλ. califf(o) ή γαλλ. calif(e) -ης < αραβ. khalīfah `διάδοχος΄, το αρχικό χ- από επίδρ. του μσν. χαλιφάς (αραβ. khalīfah)]