Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαβαλέ
3 εγγραφές [1 - 3]
χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα· έδωσα εξετάσεις ~.

[τουρκ. havale `μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]

χαβαλεδιάζω [xavaleδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) κάνω χαβαλέ.

[χαβαλεδ- (χαβαλές) -ιάζω]

χαβαλές ο [xavalés] Ο13 : (οικ.) ευχάριστη συζήτηση που συνήθ. κρατάει πολλές ώρες: Πάμε για χαβαλέ στο σπίτι μου. Kάναμε χαβαλέ ως αργά το βράδυ, χαβαλεδιάζαμε.

[χαβαλέ -ς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες