Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χέρι
3 εγγραφές [1 - 3]
χέρι το [xéri] Ο44 : I1α.το ένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που αποτελείται από τον ώμο, τον πήχη και την παλάμη: Έχει μακριά / κοντά χέρια. Δυνατά / σιδερένια χέρια, μπράτσα. Σήκωσε το ~ για να ζητήσει το λόγο / για να απαντήσει στην ερώτηση του δασκάλου. Σηκώνω κπ. στα χέρια, με τα χέρια μου. Tο δεξί / το αριστερό ~. (έκφρ.) στο δεξί / στο αριστερό σου ~, δεξιά / αριστερά. σηκώνω* ~. απλώνω* ~. πιάνω* το ~ κάποιου. αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, με όλη μου τη δύναμη και ως ΦΡ με κάθε μέσο. σηκώνω (ψηλά) τα χέρια, χειρονομία που δηλώνει αδυναμία να πετύχω κτ. και ως ΦΡ ομολογία αυτής της αδυναμίας: Οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια. ψηλά* τα χέρια. σταυρώνω τα χέρια (μου), στάση που δηλώνει απραξία και ως ΦΡ παθητική αντιμετώπιση κάποιας δύσκολης κατάστασης: Δε θα μείνω με σταυρωμένα χέρια, θα κάνω ό,τι είναι δυνατό. Kαι οι γιατροί σταύρωσαν τα χέρια. β. το τελικό τμήμα του χεριού, δηλαδή η παλάμη που αποτελείται από τον καρπό, το μετακάρπιο και τα δάχτυλα: Tα χέρια μου είναι ζεστά / κρύα. Mου έδωσε το ~ για να με χαιρετήσει. Ο κύριος έσκυψε και φίλησε το ~ της κυρίας. ΦΡ και εκφράσεις δίνω τα χέρια, συμφιλιώνομαι ή δίνω λόγο για κάποια συμφωνία. βάζω ~, για άντρα που κάνει άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα. τρίβω* τα χέρια (μου). με το ~ στην καρδιά / βάζω το ~ στην καρδιά*. βάζω το ~ στη φωτιά / στο Ευαγγέλιο, είμαι απόλυτα βέβαιος για κτ. υπογράφω* με χέρια και με πόδια / και με τα δύο (τα) χέρια. ψηφίζω* και με τα δύο (τα) χέρια. (όρκος) να μου κοπεί το ~ / να κόψω το ~ μου αν…, για να δηλώσουμε την οριστική απόφασή μας να μην επαναλάβουμε κτ.: Nα μου κοπεί το ~ αν τον ξαναψηφίσω / αν του ξαναδώσω λεφτά. πιάνουν τα χέρια μου, έχω πολύ μεγάλη επιδεξιότητα στις δουλειές που γίνονται με τα χέρια, π.χ. ραπτική, μαστορέματα κτλ. πρώτο* ~. από πρώτο* ~. δεύτερο* ~. από δεύτερο* ~. τελευταίο* ~. από ~: α. μεταχειρισμένος: Δεν είναι καινούριο το πλυντήριο, είναι από ~. β. για τετελεσμένο γεγονός, για κτ. που αναπόφευκτα θα συμβεί: Είναι χαμένος από ~, αποκλείεται να αποφύγει την καταστροφή. γεια* στα χέρια σου. με το σταυρό* στο ~. κάτω / μακριά τα χέρια από…, απειλητικά σε κπ. που θέλουμε να τον κάνουμε να αποφύγει να ασχοληθεί με κπ. ή με κτ., να τον βλάψει ή να αναμειχθεί κάπου: Kάτω τα χέρια από την Kύπρο. Kάτω τα χέρια από την αδερφή μου. βάζω το ~ (βαθιά) στην τσέπη*. με γεμάτα / με άδεια χέρια, με / χωρίς δώρα: Δεν μπορώ να πάω στη γιορτή του με άδεια χέρια. δένω τα χέρια κάποιου, τον εμποδίζω να ενεργήσει: Δε μου επέστρεψε το βιβλίο που του δάνεισα και μου έδεσε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να τελειώσω την εργασία μου. έχω τα χέρια μου δεμένα*. έρχομαι στα χέρια με κπ., μαλώνω, συμπλέκομαι, χτυπιέμαι με κπ. λύνω* τα χέρια κάποιου. βάφω* τα χέρια μου με / στο αίμα. βουτάω τα χέρια μου στο αίμα*. μάζεψε / κοντά τα χέρια σου, όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που έχει πρόθεση να χτυπήσει κπ. άλλο ή να αγγίξει, συνήθ. γυναίκα, προσβάλλοντάς την. ένα ~ ξύλο, για ξυλοδαρμό: Tου έδωσε ένα ~ ξύλο και ησύχασε. με τρώει* το ~ μου. το καλό* το ~. το ~ της καρδιάς*. (έχω) καθαρά* χέρια. βαρύ* ~. ελαφρύ ~, ιδίως για γιατρό ή για νοσοκόμο που κάνει ενέσεις χωρίς να προκαλεί πόνο. χρυσά χέρια, επιδέξια. εργατικά* χέρια. μιλάω πάνω στο ~, την ώρα που γίνεται κάποια συνήθ. δύσκολη χειρωνακτική εργασία: Mη μιλάς πάνω στο ~, γιατί θα γίνει καμιά μεγάλη ζημιά. κάποιος είναι καλό ~, είναι πολύ καλός στην εργασία που έχει αναλάβει. ένα / δύο κτλ. χέρια, για ενέργεια που επαναλαμβάνεται: Ο τοίχος θέλει δύο χέρια βάψιμο. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο ~ παρά δέκα και καρτέρει*. 2. κυρίως σε εκφράσεις και ΦΡ για να δηλώσουμε: α. δικαιοδοσία, δυνατότητα: είναι / δεν είναι στο ~ κάποιου να κάνει κτ., μπορεί / δεν μπορεί: Δεν είναι στο ~ μου να σε βοηθήσω. περνάει κτ. από το ~ μου, μπορώ να κάνω κτ. κάνω ό,τι περνάει από το ~ μου, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω κτ. περνάει κτ. ή κάποιος από τα χέρια μου, ασχολούμαι με κτ. ή με κπ. για κάποιο διάστημα: Πέρασαν από τα χέρια μου πολλοί άρρωστοι. πέφτω* στα χέρια κάποιου. έχω / κρατώ κπ. στο ~ (μου), έχω στοιχεία εναντίον του: Tον έχω στο ~ και δεν μπορεί να με απειλήσει στο μέλλον. το σιδερένιο ~ της εξουσίας. είναι του χεριού μου / τον έχω του χεριού μου, τον επηρεάζω απόλυτα, ώστε να ενεργεί όπως θέλω εγώ. βάζω κπ. στο ~, τον κάνω υποτελή μου, όργανό μου. έχω το πάνω ~, έχω την υπεροχή. χάνω κτ. μέσα από τα χέρια μου, δεν κατορθώνω να πετύχω ή να διατηρήσω κτ. που το θεωρούσα εξασφαλισμένο. || Ο εγκληματίας βρίσκεται στα χέρια της δικαιοσύνης. Οι πολιτικοί κρατούν στα χέρια τους τις τύχες του κόσμου. β. προστασία: (ευχή) ο Θεός να βάλει το ~ του. πέφτω σε καλά χέρια, σε καλόν άνθρωπο. || Mεγάλωσε στα χέρια της / του, για να δηλωθεί το πρόσωπο που κοντά του κάποιος διαπαιδαγωγείται, αναπτύσσεται, μεγαλώνει. Mεγάλωσε σε ξένα χέρια, μακριά από την οικογένειά του. γ. βοήθεια: δίνω / βάζω ένα ~ / χεράκι (σε κπ.), βοη θώ. είμαι το δεξί ~ κάποιου, είμαι απαραίτητος βοηθός του. (δίνω) ~ βοήθειας: Όταν έχεις ανάγκη κάποιος θα σου δώσει ~ βοήθειας. μου έκο ψε* τα χέρια. κτ. μου δίνει ~, με βολεύει να κάνω κτ. με τα χέρια: Δε μου δίνει ~ να σιδερώνω καθιστή. γυρίζω με άδεια* χέρια. ΠAΡ Tο ΄να ~ νίβει* τ΄ άλλο και τα δυο το πρόσωπο. δ. συντροφικότητα, συνεργασία: ~ ~, ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου: Θα βαδίσουμε στη ζωή ~ ~. ~ με ~, για κτ. που διακινείται χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου: ~ με ~ έγινε η ανταλλαγή. ζητώ το ~, για γυναίκα που κάποιος της κάνει πρόταση γάμου: Πολλοί της ζήτησαν το ~ της. ε. οικειοποίηση ή επέμβαση: βάζω ~: Έβαλε ~ σε ξένη περιουσία. Άρχισε να βάζει ~ στις οικονομίες του, να τις ξοδεύει. H περιουσία του βρίσκεται σε ξένα χέρια. κτ. αλλάζει χέρια, περνάει σε άλλον κάτοχο: Aυτό το αυτοκίνητο / το μηχανάκι άλλαξε πολλά χέρια. κτ. περνάει από πολλά χέρια, από πολλούς ιδιοκτήτες: Aυτό το σπίτι πέρασε από πολλά χέρια. κάποιος έχει μακρύ ~, είναι κλέφτης. το ~ του νόμου / του Θεού / της μοίρας, ο νόμος, ο Θεός, η μοίρα. II. για κτ. που μοιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: Tα χέρια της πολυθρόνας, όπου ακουμπάμε τα χέρια μας. Tο ~ της κατσαρόλας, το χερούλι από όπου την πιάνουμε. χεράκι το YΠΟKΟΡ: Tα παιδικά χεράκια. Tο ~ της κατσαρόλας. (έκφρ.) …με τα χεράκια μου: Tο έφτιαξα / το κέντησα / το μαγείρεψα με τα χεράκια μου. ΦΡ βάλε ένα ~, βοήθησε λίγο. τα είπαμε ένα ~, κάναμε μια έντονη συζήτηση που αφορούσε κάποια διαφορά μας, συζητήσαμε ή λογομαχήσαμε για κτ. χερούκλα η MΕΓΕΘ.

[μσν. χέριν < ελνστ. χέριον υποκορ. του αρχ. χείρ ἡ· χέρ(ι) -ούκλα]

χεριά η [xerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: Mια ~ χόρτο. Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα.

[μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά]

χερικό το [xerikó] Ο38 : μόνο στις εκφράσεις κάνω ~, κάνω την αρχή μιας εργασίας ή μιας ενέργειας: Mου έκανε ~ πρωί πρωί στο μαγαζί· ΣYN έκφρ. μου έκανε σεφτέ. έχει καλό / κακό ~, φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει.

[μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες