Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χέλι το [xéli] Ο44 : είδος ψαριού με μακρύ, κυλινδρικό και σκεπασμένο με μια γλοιώδη ουσία σώμα, που μοιάζει με φίδι και που ζει στα γλυκά νερά. ΦΡ γλιστράει σαν το ~, για κπ. που έχει την ικανότητα να ξεφεύγει από δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις.
[μσν. χέλι < αρχ. ἐγχέλειον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (υποκορ. του αρχ. ἔγχελυς)]
- χελιδόνι το [xeliδóni] Ο44 : μικρό αποδημητικό πουλί με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και με διχαλωτή ουρά, που η εμφάνισή του σε έναν τόπο είναι προάγγελος της άνοιξης: Γύρισαν τα χελιδόνια στις φωλιές τους και έφεραν την άνοιξη. ΠAΡ Ένα ~ δε φέρνει την άνοιξη*.
[ελνστ. χελιδόνιον υποκορ. του αρχ. χελιδών ἡ]
- χελιδόνισμα το [xeliδónizma] Ο49 : καθένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο χελιδόνι.
[ελνστ. χελιδόνισμα]
- χελιδονοφωλιά η [xeliδonofo
á] Ο24 : α.φωλιά χελιδονιών. β. (πληθ.) εκλεκτό φαγητό από φωλιές πουλιών της Άπω Aνατολής, που μοιάζουν με χελιδόνια. [χελιδόν(ι) -ο- + φωλιά]
- χελιδονόψαρο το [xeliδonópsaro] Ο41 : είδος ψαριού με κοκκινωπό χρώμα και με πτερύγια που του επιτρέπουν να στέκεται στην επιφάνεια του νερού σαν να πετά.
[χελιδόν(ι) -ο- + ψάρ(ι) -ο]