Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάννος
1 εγγραφή
χάννος ο [xános] Ο18 : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ~; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός.

[ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες