Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάλυβας
1 εγγραφή
χάλυβας ο [xálivas] Ο5 : κράμα σιδήρου με μικρή περιεκτικότητα σε άνθρακα, πολύ σκληρό και ελαστικό, που χρησιμοποιείται κυρίως στη βαριά βιομηχανία· ατσάλι: Aνοξείδωτος ~, που περιέχει χρώμιο ή νικέλιο. Bαφή και ανόπτηση του χάλυβα. Ο χυτοσίδηρος αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή του χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. χάλυψ, αιτ. -υβα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες