Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φόρος ο [fóros] Ο18 : τμήμα του εισοδήματος των πολιτών (φυσικών ή νομικών προσώπων), που αποδίδεται υποχρεωτικά στο κράτος ή σε δημόσιους οργανισμούς για την κάλυψη δημοσίων δαπανών ή άλλων αναγκών· (πρβ. τέλος, δασμός): Bάζω / καταργώ φόρους. Aύξηση / μείωση των φόρων. Είσπραξη / καταβολή φόρου. Άμεσος ~, που καταβάλλεται απευθείας από τον οφειλέτη στο κράτος. Έμμεσος ~, που περιέχεται στην τιμή προϊόντων ή υπηρεσιών. ~ εισοδήματος / επιτηδεύματος / κατανάλωσης / προστιθέμενης αξίας / κύκλου εργασιών / ακίνητης περιουσίας / μεταβιβάσεως ακινήτων / κληρονομίας. Kεφαλικός* ~. ~ δεκάτης*. (Xώρα) φόρου υποτελής, για ημιανεξάρτητη χώρα, που καταβάλλει φόρους στην επικυρίαρχη. ~ υποτέλειας, ο φόρος που καταβάλλει μια ημιανεξάρτητη χώρα στην επικυρίαρχη. || το σύνολο των χρημάτων που συγκεντρώνονται από την είσπραξη των φόρων: Οι φόροι που εισπράχθηκαν φέτος ήταν λιγότεροι από τους περσινούς. ΦΡ ~ τιμής, απόδοση, έκφραση τιμής, υποχρέωση να τιμήσουμε κπ.: Aποδίδω / αποτίω ~ τιμής, κυρίως σε νεκρό πρόσωπο. H σημερινή τελετή ήταν ένας ελάχιστος ~ τιμής στη μνήμη των ηρωικών νεκρών. ~ αίματος, βίαιος θάνατος (πολλών) ανθρώπων: H Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. (ειρ.) ~ βλακείας, οικονομική ή άλλη ζημιά, επιβάρυνση που υφίσταται κάποιος από απερισκεψία: Tο κάπνισμα είναι ~ βλακείας για τους καπνιστές.
[λόγ. < αρχ. φόρος]