Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φόλα 1 η [fóla] Ο25α : 1. δηλητηριασμένο κομμάτι, συνήθ. κρέατος, που χρησιμοποιείται για τη θανάτωση κυρίως αδέσποτων σκυλιών ή άλλων ζώων: Ρίχνω ~. 2. (μτφ., προφ., λαϊκ.) ψέμα, δόλωμα: Tου ρίξανε ~ για πολλά λεφτά και πλούσια ζωή κι αυτός την άρπαξε. || για θέαμα κακής ποιότητας: H ταινία ήταν / βγήκε ~. || (λαϊκ., με ουσιαστικό που δηλώνει οπαδό ομάδας, κόμματος κτλ.) φανατικός: Ο περιπτεράς είναι ~ Ολυμπιακός / Παοκτσής.
[ίσως μσν. φόλα, φόλλις `τροφή, μικρό νόμισμα΄ < λατ. follis]
- φόλα 2 η : (μικρό) κομμάτι δέρματος, που χρησιμοποιούνταν ως μπάλωμα σε φθαρμένα παπούτσια ή σε άλλα δερμάτινα είδη.
[ίσως μσν. φόλα, φόλλις (δες φόλα 1) < λατ. follis στη σημ.: `μικρό δερμάτινο σακί΄]