Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτοδότης ο [fotoδótis] Ο10 θηλ. φωτοδότρα [fotoδótra] Ο25α : 1. αυτός που δίνει, που παρέχει φως. || (ως επίθ.): Ο ~ ήλιος. 2. (μτφ.) αυτός που διαφωτίζει, που παρέχει πνευματικό φως.
[λόγ. < ελνστ. φωτοδότης· λόγ. φωτοδό(της) -τρα]