Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωσφορίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
φωσφορίζω [fosforízo] Ρ2.1α : (για ουσίες, σώματα, οργανισμούς) εκπέμπω φως στο σκοτάδι σύμφωνα με το φαινόμενο του φωσφορισμού: Tα μάτια πολλών ζώων φωσφορίζουν (στο σκοτάδι). Yφάσματα / χρώματα που φωσφορίζουν.

[λόγ. < γαλλ. phosphoriser `κάνω κτ. να φωσφορίζει΄ < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -iser = -ίζω & κατά τη σημ. του γαλλ. phospho rer]

φωσφορίζων -ουσα -ον [fosforízon] Ε12 : που φωσφορίζει: Φωσφορίζοντες οργανισμοί. Φωσφορίζοντα ρολόγια / όργανα / ρούχα.

[λόγ. μεε. του φωσφορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες