Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωνόγραφος
1 εγγραφή
φωνόγραφος ο [fonóγrafos] Ο20α & φωνογράφος ο [fonoγráfos] Ο18 : 1. συσκευή για την καταγραφή και την αναπαραγωγή ήχων με τη βοήθεια μιας ακίδας που γλιστρούσε επάνω στην ειδική επιφάνεια ενός περι στρεφόμενου κυλίνδρου: Ο Έντισον ανακάλυψε το φωνογράφο. 2. γραμμόφωνο.

[λόγ. < αγγλ. phonograph (και μέσω του γαλλ. phono graphe) < phono- = φωνο- + -graph = -γράφος & μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες